τσουμπούσι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ουμbούσ̑ι
[tʃumˈbuʃi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. cümbüş = διασκέδαση. Πβ. το κοινό ν.ε. τσιμπούσι.
Διασκέδαση
Συνών.
γλέντημα, γλέντι, μουχαμπέτι :2, σεφά
Τροποποιήθηκε: 10/06/2025