τσουμπούσι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ουμbούσ̑ι
[tʃum'buʃi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. cümbüş = διασκέδαση. Πβ. το κοινό ν.ε. τσιμπούσι.
Διασκέδαση