τσουμουχούτσα
(ουσ. θηλ.)
τσουμουχούτσα
[tsumuˈxutsa]
Αξ.
Πιθ. συνδέεται με το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çimek = χλόη, με το παραγωγ. επίθμ. -ίτσα το οπ. δηλώνει φυτωνύμια, και αφομ. Λιγότερο πιθ. η σύναψη με το ποντ. τσ̑ουμάχιν = είδος δηλητηριώδους φυτού, το αφέψημα του οποίου χρησιμοποιείται ως φάρμακο κατά της ψώρας, το οπ. από το από το πρώιμ. μεσν. ουσ. κύμηχα = κύαμος (πβ. Ἡσύχ. Κ 4547 « κύμηχα· κύαμον»).
Είδος αγριόχορτου του οποίου τα βλαστάρια έτρωγαν τα ζώα
Αξ.