τσουρούκ
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ουρούκ
[tʃuˈruk]
Ανακ., Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çürük = είδος κεφαλόδεσμου σύμφωνα με τον Κωστάκη (1963: 101), σημ. όμως που δεν εντοπίστηκε. Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. çerik = α) επίδεσμος β) μαντήλι μετώπου (THADS, λ. çerik III).
Είδος σκουρόχρωμου μαντηλιού
ό.π.τ.
:
Εμάς οι σεμαδεμένοι μας μούτε ένα τζουρούκ μας φέρισκαν
(Εμάς οι αρραβωνιαστικοί μας ούτε ένα καθημερινό μαντήλι δε μας έφερναν)
Σινασσ.
-Λεύκωμα