τσουλχατζής
(ουσ. αρσ.)
τζιλφατζή
[dzilfaˈdzi]
Τροχ.
τσιλφαdζή
[tsilfaˈdzi]
Τροχ.
Από το ουσ. τσουλχάς, όπου και τύπ. τσουλφάς, και το παραγωγ. επίθμ. -τζής.
Τροποποιήθηκε: 20/08/2025