τσουλχατζής
(ουσ. αρσ.)
τζιλφαdζή
[dzilfaˈdzi]
Τροχ.
τσιλφαdζή
[tsilfaˈdzi]
Τροχ.
Από το ουσ. τσουλχάς, όπου και τύπ. τσουλφάς, και το παραγωγ. επίθμ. -τζής.
Υφαντής, υφάντρα
Τροχ.
:
Παχαλούδια τα σ̑άνει, είν’ τσιλφαdζή καλή
(Ακριβά τα υφαίνει, είναι καλή υφάντρα)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.