τσουλτάρι
(ουσ. ουδ.)
τ͑σ̑ουλτ͑άρι
[tʰʃulˈtʰari]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. çultar = α) ύφασμα για τη σέλα β) ως διαλεκτ. σημ., παλιό ρούχο.
Παλιό ρούχο, παλιά κουβέρτα
Φάρασ.