τσουλούκ
(ουσ. ουδ.)
τσουλούκ
[ tsuˈluk]
Σινασσ.
τσουλούχ
[ tsuˈlux]
Τροχ.
τζουλούχ
[ dzuˈlux]
Τροχ.
γκιουλούχ
[ ɟuˈlux]
Τροχ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çuluk και culuk = γαλοπούλα.
Τροποποιήθηκε: 22/08/2025