ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσουκάλι (ουσ. ουδ.) τσ̑ουκάλι [tʃuˈkali] Σίλ., Φάρασ. τσουκάλ’ [tsuˈkal] Μισθ., Σινασσ. τσ̑ουκάλ' [tʃuˈkal] Μαλακ. τσ̑ουχάλι [tʃuˈxali] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. τσουκάλιν.
1. Τσουκάλι Μισθ., Σίλ., Φάρασ. : Εκείνα τά 'βαζαν μέσα 'ς του τσουκάλ', έβραζαν καλά καλά (Εκείνα τα έβαζαν μέσα στο τσουκάλι, έβραζαν καλά καλά) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Τσ̑ουκάλι τα σ̑έρια (Τσουκαλιού τα χέρια˙ οι λαβές του τσουκαλιού) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πβ. τσουκί, Συνών. κουμνί :2, μαγειρικό :1, τεντζερές, Πβ. τσομλέκι
2. Καθοίκι Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ. Πβ. τσουκί, Συνών. τσακοντερή, χαβρόζι, χωριδιώνα
Τροποποιήθηκε: 14/05/2025