τσουκάλι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ουκάλι
[tʃuˈkali]
Σίλ., Φάρασ.
τσουκάλ’
[tsuˈkal]
Μισθ., Σινασσ.
τσ̑ουκάλ'
[tʃuˈkal]
Μαλακ.
τσ̑ουχάλι
[tʃuˈxali]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. τσουκάλιν.
1. Τσουκάλι
Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
:
Εκείνα τά 'βαζαν μέσα 'ς του τσουκάλ', έβραζαν καλά καλά
(Εκείνα τα έβαζαν μέσα στο τσουκάλι, έβραζαν καλά καλά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Τσ̑ουκάλι τα σ̑έρια
(Τσουκαλιού τα χέρια˙ οι λαβές του τσουκαλιού)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πβ.
τσουκί, Συνών.
κουμνί :2, μαγειρικό :1, τεντζερές, Πβ.
τσομλέκι
Τροποποιήθηκε: 14/05/2025