τσουκάλι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ουκάλι
[tʃuˈkali]
Σίλ., Φάρασ.
τσουκάλ'
[tsuˈkal]
Σινασσ.
τσ̑ουχάλι
[tʃuˈxali]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. τσουκάλιν.
1. Τσουκάλι
ό.π.τ.
2. Καθοίκι
Σινασσ.
Συνών.
τσουκί