τεντζερές
(ουσ. ουδ.)
τ͑έντζερες
['tʰendzeres]
Μισθ., Σίλ.
τέντζερης
[ˈtendzeris]
Σινασσ.
τένdζ̑ερε
[ˈtendʒere]
Μισθ., Φλογ.
τ͑ενdζ̑ερέ
[tʰendʒeˈre]
Αξ., Τροχ.
τέντζιρε
['tendzire]
Μαλακ.
τανdζ̑ιρέ
[tandʒiˈre]
Ουλαγ.
τενdζ̑ιρέ
[tendʒiˈre]
Ουλαγ.
ντανdζ̑αρά
[dandʒaˈra]
Μισθ.
Πληθ.
τ͑εντζερέδες
[tʰendzeˈreðes]
Μισθ.
τενdζ̑ιρέρια
[tendʒiˈrerʝa]
Ουλαγ.
Νεότ. ουσ. τεντζερές, το οπ. τουρκ. ουσ. tencere = μαγειρικό σκεύος, όπου και διαλεκτ. τύπ. tencire και tancıra .
Τσουκάλι, χάλκινη χύτρα
ό.π.τ.
:
Σέκνισ̑γκάν ντα ιτό ντο τενdζ̑ιρέ
(συνήθιζαν να το βάζουν στο καζάνι)
Ουλαγ.
-Dawk.
τ͑ένdζερε τ' καπάχ
(το καπάκι του τέντζερη)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Xέκα 'να ντανdζ̑αρά ριβίγιαα
(Έβαλα μιά κατσαρόλα ρεβίθια)
|| Παροιμ.
Σ το τ͑ενdζ̑ερέ ψ̑ήν', 'ς το γαπάχ̇ι τ' τρώj'
(στον τέντζερη ψήνει, στο καπάκι του τρώει˙ για τους ολιγαρκείς αλλά και για τους τσιγκούνηδες)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Γκυλίστην ντανdζ̑αρά τσ’ ηύριν ντου γαπάτσι τ’
(Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι του˙ Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι)
Μισθ.
-Κοτσαν.