ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεντζερές (ουσ. ουδ.) τ͑έντζερες ['tʰendzeres] Μισθ., Σίλ. τέντζερης [ˈtendzeris] Σινασσ. τέντζ̑ερε [ˈtendʒere] Μισθ., Φλογ. τ͑εντζ̑ερέ [tʰendʒeˈre] Αξ., Τροχ. τέντζιρε ['tendzire] Μαλακ. ταντζ̑ιρέ [tandʒiˈre] Ουλαγ. τεντζ̑ιρέ [tendʒiˈre] Ουλαγ. τέντζ̑ιρα [ˈtendʒira] Τροχ. νταντζ̑αρά [dandʒaˈra] Μισθ. Πληθ. τ͑εντζερέδες [tʰendzeˈreðes] Μισθ. τεντζ̑ιρέρια [tendʒiˈrerʝa] Ουλαγ. Νεότ. ουσ. τεντζερές, το οπ. τουρκ. ουσ. tencere = μαγειρικό σκεύος, όπου και διαλεκτ. τύπ. tencire και tancıra .
Τσουκάλι, χάλκινη χύτρα ό.π.τ. : Σέκνισ̑γκάν ντα ιτό ντο τεντζ̑ιρέ (συνήθιζαν να το βάζουν στο καζάνι) Ουλαγ. -Dawk. τ͑έντζερε τ' καπάχ (το καπάκι του τέντζερη) Σίλ. -Κωστ.Σ. Xέκα 'να νταντζ̑αρά ριβίγιαα (Έβαλα μιά κατσαρόλα ρεβίθια) || Παροιμ. Σ το τ͑εντζ̑ερέ ψ̑ήν', 'ς το γαπάχ̇ι τ' τρώj' (στον τέντζερη ψήνει, στο καπάκι του τρώει˙ για τους ολιγαρκείς αλλά και για τους τσιγκούνηδες) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Γκυλίστην νταντζ̑αρά τσ’ ηύριν ντου γαπάτσι τ’ (Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι του˙ Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι) Μισθ. -Κοτσαν.