τεπελετίζω
(ρ.)
τεπ͑ελετίζω
[tepheleˈtizo]
Φάρασ.
τεπ͑ελετώ
[tepheleˈto]
Φάρασ.
τεπελεdίζου
[tepeleˈdizu]
Φάρασ.
ντεπελετίζω
[depeleˈtizo]
Μαλακ.
Νεότ. ρ. τεπελετίζω = δέρνω, το οπ. από το τουρκ. ρ. tepelemek (αόρ. tepeledi) = σκοτώνω, συνθλίβω, όπου και διαλεκτ. τύπ. depelemek (TSS, λ. depelemek), και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Ποδοπατώ, τσαλαπατώ
ό.π.τ.