ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεπελετίζω (ρ.) τεπ͑ελετίζω [tepheleˈtizo] Φάρασ. τεπ͑ελετώ [tepheleˈto] Φάρασ. τεπελεdίζου [tepeleˈdizu] Φάρασ. ντεπελετίζω [depeleˈtizo] Μαλακ. Νεότ. ρ. τεπελετίζω = δέρνω, το οπ. από το τουρκ. ρ. tepelemek (αόρ. tepeledi) = σκοτώνω, συνθλίβω, όπου και διαλεκτ. τύπ. depelemek (TSS, λ. depelemek), και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Ποδοπατώ, τσαλαπατώ ό.π.τ.