τεπελίκι
(ουσ. ουδ.)
τεπελίκ'
[tepeˈlic]
Αξ.
τ͑επελίκ'
[tʰepeˈlic]
Ανακ.
τ͑επελίτσ̑ι
[tʰepeˈlitʃi]
Μισθ.
ντεπελίκ'
[depeˈlic]
Ανακ., Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. tepelik = α) λοφίο β) είδος καλύμματος της κεφαλής γυναικών της Ανατολίας με νομίσματα και πετράδια, όπου και διαλεκτ. depelik (με τη δεύτερη τουρκ. σημ.).
Ασημένιος ημισφαιρικός δίσκος που τοποθετείται πάνω από γυναικείο σκούφο
ό.π.τ.