τεργιάς
(ουσ. αρσ.)
τεργιάς
[teˈrʝas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. derya = θάλασσα.
Θάλασσα
:
|| Ασμ.
Να δεβούν τα ρουσ̑ία, τα τεργιάδε, τσ̑αι να φτάσουν σου Βαρασού τ' αϊλάδε
(Να διαβούν τα βουνά, τις θάλασσες, και να φτάσουν στις εξοχές του Βαρασού)
Φάρασ.
-Λαμπρ.