ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεργιάς (ουσ. αρσ.) τεργιάς [teˈrʝas] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. derya = θάλασσα.
Θάλασσα : || Ασμ. Να δεβούν τα ρουσ̑ία, τα τεργιάδε, τσ̑αι να φτάσουν σου Βαρασού τ' αϊλάδε (Να διαβούν τα βουνά, τις θάλασσες, και να φτάσουν στις εξοχές του Βαρασού) Φάρασ. -Λαμπρ.