ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τερετσές (ουσ. αρσ.) τερετσέ [tereˈtse] Φάρασ. τερετσ̑ές [tereˈtʃes] Φάρασ. τα̈ρατσ̑α̈́ς [tæraˈtʃæs] Αφσάρ. Από το τουρκ. ουσ. derece (< αραβ. daraca(t)) = βαθμός κλίμακας, όπου και διαλεκτ. τύπ. däräcä.
Βαθμός, θέση που κατέχει κάποιος ή κάτι ό.π.τ. : || Φρ. Ήρτα σον στερνόν ντον ντερετσ̑έ (ήρθα στον στερνό βαθμό˙ έφτασε στην έσχατη στιγμή) Φάρασ. Φέρινου τα σον τα̈ρατσ̑α̈́ του (τον φέρνω στη θέση του˙ τον φέρνω στην κανονική του θέση, τον τακτοποιώ) Φάρασ.