τερετσές
(ουσ. αρσ.)
τερετσέ
[tereˈtse]
Φάρασ.
τερετσ̑ές
[tereˈtʃes]
Φάρασ.
τα̈ρατσ̑α̈́ς
[tæraˈtʃæs]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. derece (< αραβ. daraca(t)) = βαθμός κλίμακας, όπου και διαλεκτ. τύπ. däräcä.
Βαθμός, θέση που κατέχει κάποιος ή κάτι
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Ήρτα σον στερνόν ντον ντερετσ̑έ
(ήρθα στον στερνό βαθμό˙ έφτασε στην έσχατη στιγμή)
Φάρασ.
Φέρινου τα σον τα̈ρατσ̑α̈́ του
(τον φέρνω στη θέση του˙ τον φέρνω στην κανονική του θέση, τον τακτοποιώ)
Φάρασ.