τερμπιγέ
(ουσ. ουδ.)
τερμπιγέ
[terpiˈ ʝe]
Μαλακ., Σινασσ.
ντερπιγέ
[derpiˈ ʝe]
Σινασσ.
ντερπιέ
[derbiˈe]
Σινασσ.
ντιαρμπιά
[dʝarbiˈa]
Μισθ.
τ͑ερμπιέ
[terˈbʝe]
Σίλ., Τροχ.
τ͑ερπιάς
[tʰerpiˈas]
Φάρασ.
τ͑α̈ρπα̈́ς
[tʰærˈpæs]
Αφσάρ.
Νεότ. ουσ. τερ(μ)πιγές = εκπαίδευση, εκγύμναση (Mackridge 2021: 145), το οπ. από το τουρκ. ουσ. terbiye (< αραβ. tarbiya(t)) = α) ανατροφή β) καλοί τρόποι γ) αβγολέμονο.
1. Ανατροφή, καλοί τρόποι
ό.π.τ.
:
Γογξιού μ’ ντου παιί ντέν έχ’ καλό νταρμπιά
(Του γείτονά μου το παιδί δεν έχει σωστή ανατροφή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Tζίπ τ͑ερμπιέ ρεν έσ̑ει
(Δεν έχει καθόλου τρόπους)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Φρ.
Να βάλεις ντερμπιέ
(Να βάλεις τρόπους˙ Να συμμορφωθείς, να γίνεις συνετός)
Σινασσ.
Το βιλλί μου είσαι, να με ποίκ' μένα τ͑ερπιάς;
(Η ψωλή μου είσαι και μου μαθαίνεις καλούς τρόπους;˙ Μη μου λες τι να κάνω)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
μαθησιό
2. Αβγολέμονο
Μαλακ.