τερτσουμάνος
(ουσ. αρσ.)
τ͑ερτσ̑ουμάνος
[tʰertʃuˈmanos]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ουσ. tercüman = δραγουμάνος.
Διερμηνέας