ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεσκερές (ουσ. ουδ.) τεσκερές [tesceˈres] Σατ. τεσ̑κιρές [teʃciˈres] Φάρασ. τεζκερέ [tezceˈre] Σινασσ. τεζκιρέ [tezciˈre] Σινασσ. ντισκιρές [disciˈres] Σατ. Πληθ. τεσκερέδια [tesceˈreðʝa] Σινασσ. Νεότ. ουσ. τεσκερἐς (πβ. Λεξ. Σομ. τεσκερές = certificato), το οπ. από το τουρκ. ουσ. tezkere ή tezkire = α) σημείωμα β) αποδεικτικό έγγραφο γ) απολυτήριο στρατού δ) βιογραφικό υπόμνημα. Η λ. σε πολλές ν.ε. διαλ.
1. Απόδειξη, αποδεικτικό έγγραφο Σινασσ.
2. Δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο Σατ., Σινασσ., Φάρασ. : Πηάγα σο βαλή, έβγαλα ψεματωτικό τεσκερέ να φύγω σο Γιουνανιστάνι (Πήγα στο βαλή, έβγαλα ψεύτικο διαβατήριο για να φύγω για την Ελλάδα) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ388
3. Απολυτήριο στρατού Σατ., Φάρασ. : Τσ̑αι ‘ποπιτσ̑εί πήραμ’ ντο ντισκιρέ μας, ’ενόμεστι πάλι πασιποζούχτοι (Και από εκεί πήραμε το απολυτήριό μας, γίναμε πάλι ελεύθεροι πολίτες) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ388