τεσκερές
(ουσ. ουδ.)
τεσκερές
[tesceˈres]
Σατ.
τεσ̑κιρές
[teʃciˈres]
Φάρασ.
τεζκερέ
[tezceˈre]
Σινασσ.
τεζκιρέ
[tezciˈre]
Σινασσ.
ντισκιρές
[disciˈres]
Σατ.
Πληθ.
τεσκερέδια
[tesceˈreðʝa]
Σινασσ.
Νεότ. ουσ. τεσκερἐς (πβ. Λεξ. Σομ. τεσκερές = certificato), το οπ. από το τουρκ. ουσ. tezkere ή tezkire = α) σημείωμα β) αποδεικτικό έγγραφο γ) απολυτήριο στρατού δ) βιογραφικό υπόμνημα. Η λ. σε πολλές ν.ε. διαλ.
1. Απόδειξη, αποδεικτικό έγγραφο
Σινασσ.
2. Δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο
Σατ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Πηάγα σο βαλή, έβγαλα ψεματωτικό τεσκερέ να φύγω σο Γιουνανιστάνι
(Πήγα στο βαλή, έβγαλα ψεύτικο διαβατήριο για να φύγω για την Ελλάδα)
Σατ.
-ΚΜΣ-ΚΠ388
3. Απολυτήριο στρατού
Σατ., Φάρασ.
:
Τσ̑αι ‘ποπιτσ̑εί πήραμ’ ντο ντισκιρέ μας, ’ενόμεστι πάλι πασιποζούχτοι
(Και από εκεί πήραμε το απολυτήριό μας, γίναμε πάλι ελεύθεροι πολίτες)
Σατ.
-ΚΜΣ-ΚΠ388