τεστί
(ουσ. ουδ.)
τ͑εστί
[tʰeˈsti]
Φάρασ.
τ͑α̈στί
[tæˈsti]
Αφσάρ.
τεϊστί
[teiˈsti]
Τσουχούρ.
ντεστί
[deˈsti]
Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ.
Νεότ. ουσ. τεστί = στάμνα (Mackridge 2021: 145), το οπ. από το τουρκ. ουσ. testi (< περσ. dastī) = πήλινο δοχείο, όπου και τύπ. desti (Tietze 2016: λ. desti).
Μικρή στάμνα
ό.π.τ.
:
Tο μιτσίκου το τεϊστί
(Η μικρή σταμνίτσα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.