τετρακόσια
(αριθμ.)
τετρακόσα
[tetraˈkosa]
Σίλ.
τετρακόσ̑α
[tetraˈkoʃa]
Ανακ., Αξ.
ντετρακόσ̑α
[detraˈkoʃa]
Τσαρικ.
Αρχ. αριθμτ. τετρακόσιοι, τετρακόσια.
Τετρακόσια
ό.π.τ.