τέτε
(ουσ. θηλ.)
τέτε
[ˈtete]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Τελμ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. tete = θεία (Tietze 1957: 30-31, Tietze 2019: λ. teta).
2. Προσφώνηση για γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας
ό.π.τ.
3. Ειδικότ., προσφώνηση για την μεγαλύτερη αδελφή
Αραβαν.