ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τέτε (ουσ. θηλ.) τέτε [ˈtete] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Τελμ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. tete = θεία (Tietze 1957: 30-31, Tietze 2019: λ. teta).
1. Θεία ό.π.τ. : Φσ̑εγιού τετέρες ντράν'σαν το γκιούλ' (Οι θείες των παιδιών είδαν το τριαντάφυλλο) Αραβαν. -Φωστ. Συνών. άμια, ζάζα, θείος, ιζά :1, νινέ, τσιτσά :2, χάλα
2. Προσφώνηση για γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας ό.π.τ.
3. Ειδικότ., προσφώνηση για την μεγαλύτερη αδελφή Αραβαν.