Τετάρτη
(ουσ. θηλ.)
Τετάρτη
[teˈtarti]
Σίλ., Φάρασ.
Τετράδη
[teˈtraði]
Σατ., Φάρασ.
Τετράδ'
[teˈtrað]
Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Φλογ.
Τετράτ'
[teˈtrat]
Φερτάκ.
Τετράρη
[teˈtrari]
Σίλ.
Τετράρ'
[teˈtrar]
Αραβαν.
Τετράη
[teˈtrai]
Μισθ.
Ντετράη
[deˈtrai]
Τσαρικ.
Τετράτ'
[teˈtrat]
Τελμ.
Τετράγ'
[teˈtraʝ]
Αξ.
Τετράχ'
[teˈtrax]
Γούρδ.
Ουδ.
ντετράdι
[deˈtradi]
Ουλαγ.
.ντετρά’ι
[deˈtrai]
Ουλαγ.
Από το μεταγν. ουσ. Τετάρτη, η ουσιαστικοπ. του οπ. έγινε μετά την παράλειψη του ουσ. ἡμέρα (< αρχ. επιθ. τέταρτος).
1. Ως θηλ. και ως ουδ., η ημέρα Τετάρτη
ό.π.τ.
:
Τετράτ’ και Παρασκευή δεν τρώγει κιριάς
(Τετάρτη και Παρασκευή δεν τρώει κρέας)
Καππ.
-Αινατζ.
Μέγον την Τετάρτη
(Μεγάλη Τετάρτη)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ιτό Τετράη να πάμ’ σου γονξιού
(αυτή την Τετάρτη θα πάμε στον γείτονα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Το ουδ. ως αριθμ., τέσσερα
Ουλαγ.
:
|| Φρ.
Ντετράdι ευαγγέλιον
(τέσσερα ευαγγέλιο˙ τετραβάγγελο, τα τέσσερα ευαγγέλια)
Ουλαγ.
-Κεσ.