ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τέσσερα (αριθμ.) τέσσαρα [ˈtesara] Ανακ., Φάρασ. τέσσερα [ˈtesera] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σίλ., Τελμ., Φερτάκ., Φκόσ., Φλογ. τέσσιρα [ˈtesira] Μισθ., Τσαρικ. τέσσ'ρα [ˈtesra] Μαλακ., Μισθ., Τροχ. Από το αρχ. αριθμτ. τέσσαρες, ουδ. τέσσαρα. Ο τύπ. τέσσερα με αφομ. ήδη αρχ.
Τέσσερα ό.π.τ. : Τέσσερα χρόνους στάθα ένα (Μια φορά έμεινα τέσσερα χρόνια) Ανακ. -Cost. Tέσσ'ρα φσ̑άχα έχου (Έχω τέσσερα παιδιά) Μισθ. -Κοτσαν. Αρκούδ'σεν με τέσσερα πράδια (Αρκούδισε (ενν. το μωρό) με τέσσερα ποδάρια) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Σα τέσσερα δρομιού το μέσα (Μέσα στο σταυροδρόμι) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τέσσερα στρατούν ορταλού (Στη μέση τεσσάρων δρόμων, σε ένα σταυροδρόμι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Σην Ανακού έν' Νέφσ̑εϊρ τέσσαρα ώρες (H Aνακού είναι τέσσερεις ώρες από το Νέβσεχιρ.) Ανακ. -Cost. Τέσσερα μήνες κοιμάται (Τέσσερεις μήνες κοιμάται) Αξ. -Dawk. || Φρ. Τέσσαρα κατό (Τέσσερα εκατό˙ Τετρακόσια) -Ανδρ.