τέσσερα
(αριθμ.)
τέσσαρα
[ˈtesara]
Ανακ., Φάρασ.
τέσσερα
[ˈtesera]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σίλ., Τελμ., Φερτάκ., Φκόσ., Φλογ.
τέσσιρα
[ˈtesira]
Μισθ., Τσαρικ.
τέσσ'ρα
[ˈtesra]
Μαλακ., Μισθ., Τροχ.
Από το αρχ. αριθμτ. τέσσαρες, ουδ. τέσσαρα. Ο τύπ. τέσσερα με αφομ. ήδη αρχ.
Τέσσερα
ό.π.τ.
:
Τέσσερα χρόνους στάθα ένα
(Μια φορά έμεινα τέσσερα χρόνια)
Ανακ.
-Cost.
Tέσσ'ρα φσ̑άχα έχου
(Έχω τέσσερα παιδιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αρκούδ'σεν με τέσσερα πράδια
(Αρκούδισε (ενν. το μωρό) με τέσσερα ποδάρια)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σα τέσσερα δρομιού το μέσα
(Μέσα στο σταυροδρόμι)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τέσσερα στρατούν ορταλού
(Στη μέση τεσσάρων δρόμων, σε ένα σταυροδρόμι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Σην Ανακού έν' Νέφσ̑εϊρ τέσσαρα ώρες
(H Aνακού είναι τέσσερεις ώρες από το Νέβσεχιρ.)
Ανακ.
-Cost.
Τέσσερα μήνες κοιμάται
(Τέσσερεις μήνες κοιμάται)
Αξ.
-Dawk.
|| Φρ.
Τέσσαρα κατό
(Τέσσερα εκατό˙ Τετρακόσια)
-Ανδρ.