τεσπίχι
τ͑εσπίχ̇ι
[tʰeˈspixi]
Φάρασ.
τασπούχ
[taˈspux]
Μισθ., Τσαρικ.
τ͑ασπέχα
[tʰaˈspexa]
Φάρασ.
Πληθ.
τασπι̂́χια
[taˈspɯxʝa]
Μαλακ., Τροχ., Φλογ.
τ͑ασπίκια
[taˈspica]
Ανακ.
ντασπούχια
[daˈspuça]
Μισθ.
Aπό το τουρκ. ουσ. tesbih ή tespih = κομπολόι (< αραβ. taşbīh).
1. Κομπολόι
ό.π.τ.
:
Ότις παίνιξιν σου Χαdζή φέριξιν ντασπούχια σά μεγάλα
((όποιος πήγαινε στα Ιεροσόλυμα έφερνε δώρα κομπολόγια στους μεγάλους)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Οι ξύλινες μπίλιες του αριθμητηρίου
Ανακ.