τζαβέλ
(ουσ. ουδ.)
τζαβέλ
[dzaˈvel]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. çavela = καλάθι για τα αλιευμένα ψάρια.
Καλάθι
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025