τζαμφές
(ουσ. αρσ.)
τζ̑αμφές
[dʒamˈfes]
Μαλακ.
Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. canfes = είδος μεταξωτού υφάσματος.
Τροποποιήθηκε: 23/04/2025