τζαμφές
(ουσ. αρσ.)
τζ̑αμφές
[dʒamˈfes]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. canfes (< περσ.) = είδος μεταξωτού υφάσματος.
Είδος μεταξωτού υφάσματος