ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζαννούς (επίθ.) τζ̑ανούς [dʒaˈnus] Φάρασ. τσ̑αν-νούς [tʃanˈnus] Φάρασ. τζ̑αμνι̂́ [dʒaˈmnɯ] Φλογ. Θηλ. τσ̑αν-νούσα [tʃanˈnusa] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. canlı = α) ζωντανός β) ζωηρός, όπου και διαλεκτ. τύπ. cannı με αφομ. (Gülensoy 1988: λ. cannı). Πβ. ικιτζανού
Ζωντανός : 'φήκεν το γιάρι̂ τζ̑αμνι̂́ (Τον άφησε μισοπεθαμένο) Φλογ. -Dawk. Συνών. ντιρής
Τροποποιήθηκε: 23/08/2025