τζαννούς
(επίθ.)
τζ̑ανούς
[tʒaˈnus]
Φάρασ.
τσ̑αν-νούς
[tʃaˈnnus]
Φάρασ.
τζ̑αμνι̂́
[tʒaˈmnɯ]
Φλογ.
Θηλ.
τσ̑αν-νούσα
[tʃaˈnnusa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. canlı = α) ζωντανός β) ζωηρός, όπου και διαλεκτ. τύπ. cannı με αφομ. (Gülensoy 1988: λ. cannı).
Πβ.
ικιτζανού
Ζωντανός
:
'φήκεν το γιάρι̂ τζ̑αμνι̂́
(Τον άφησε μισοπεθαμένο)
Φλογ.
-Dawk.