ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζεβάπι (ουσ. ουδ.) τζεβάπι [dzeˈvapi] Σίλ., Φάρασ. τσ̑εβάπι [tʃeˈvapi] Φάρασ. τσ̑ογάπι [tʃο'ɣapi] Αφσάρ. τσ̑οάπ' [tʃoˈap] Φερτάκ. Νεότ. ουσ. τζεβάπι (Mackridge 2021: 56), το οπ. από το τουρκ. ουσ. cevap = απάντηση, όπου και διαλεκτ. τύπ. covap (THADS, λ. covap).
Απάντηση ό.π.τ. : Ο Χότζας χεμέν δώτζιν το τζεβάπι του (Ο Χότζας έδωσε αμέσως την απάντηση του) Φάρασ. -Φαρασόπ. Aπό τρία μήνες όμπρο σ' ένα π͑ασ̑κά άτρωπο έdωκα τσ̑οάπ' 'τον (Εδώ και τρεις μήνες είχα δώσει (θετική) απάντηση σε έναν άλλον άνθρωπο) Φερτάκ. -Thumb Συνών. απόλογος, καρσιλίκι