τζεβάπι
(ουσ. ουδ.)
τζεβάπι
[dzeˈvapi]
Σίλ., Φάρασ.
τσ̑εβάπι
[tʃeˈvapi]
Φάρασ.
τσ̑ογάπι
[tʃο'ɣapi]
Αφσάρ.
τσ̑οάπ'
[tʃoˈap]
Φερτάκ.
Νεότ. ουσ. τζεβάπι (Mackridge 2021: 56), το οπ. από το τουρκ. ουσ. cevap = απάντηση, όπου και διαλεκτ. τύπ. covap (THADS, λ. covap).