απόλογος
(ουσ. αρσ.)
απόλογος
[aˈpoloɣos]
Ποτάμ., Τελμ.
'πόλογος
[ˈpoloɣos]
Σινασσ.
Από το αρχ. ουσ. ἀπόλογος= ιστορία.
Απάντηση, μόνο σε άσμ.
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Έχεις και πράδια να σταθείς και χέρια να τα πιάσεις;
έχεις 'ς τη στάση και καρδιά, κι απόλογο να δώσεις; (Έχεις και πόδια να σταθείς και χέρια να τα πιάσεις;
έχεις στην στάση και καρδιά, να δώσεις απάντηση) Τελμ. -Αινατζ. Κανείς δεν τον ελάλησε, απόλογο κε πήρε (Κανένας δεν του μίλησε, απάντηση δεν πήρε) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Συνών. καρσιλίκι, τζεβάπι
έχεις 'ς τη στάση και καρδιά, κι απόλογο να δώσεις; (Έχεις και πόδια να σταθείς και χέρια να τα πιάσεις;
έχεις στην στάση και καρδιά, να δώσεις απάντηση) Τελμ. -Αινατζ. Κανείς δεν τον ελάλησε, απόλογο κε πήρε (Κανένας δεν του μίλησε, απάντηση δεν πήρε) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Συνών. καρσιλίκι, τζεβάπι