ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απόλογος (ουσ. αρσ.) απόλογος [aˈpoloɣos] Ποτάμ., Τελμ. 'πόλογος [ˈpoloɣos] Σινασσ. Από το αρχ. ουσ. ἀπόλογος= ιστορία.
Απάντηση, μόνο σε άσμ. ό.π.τ. : || Ασμ. Έχεις και πράδια να σταθείς και χέρια να τα πιάσεις;
έχεις 'ς τη στάση και καρδιά, κι απόλογο να δώσεις;
(Έχεις και πόδια να σταθείς και χέρια να τα πιάσεις;
έχεις στην στάση και καρδιά, να δώσεις απάντηση)
Τελμ. -Αινατζ.
Κανείς δεν τον ελάλησε, απόλογο κε πήρε (Κανένας δεν του μίλησε, απάντηση δεν πήρε) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Συνών. καρσιλίκι, τζεβάπι