απολογούμαι
(ρ.)
απολογούμαι
[apoloˈɣume]
Σινασσ.
Aπό το αρχ. ρ. ἀπολογοῡμαι.
Απαντώ, αποκρίνομαι, μόνο σε άσμ.
:
Καλή μέρα σας άρχοντες, κανείς κι απελογήθη
(«Καλή σας μέρα άρχοντες», κανένας δεν απάντησε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.