αποσήδι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
αποσήδια
[apoˈsiðʝa]
Σινασσ.
Από το μεταγν. ρ. ἀποσήθω = κοσκινίζω, ως ουσιαστικοπ. απαρ. Κατά το ΙΛΝΕ (λ. ἀποσήτι) από το πρόθμ. απο- και το ουσ. σήτα = κόσκινο.