ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αποτσάλια (ουσ. ουδ.,πληθ.) Πληθ. αποτσάλια [apoˈtsaʎa] Φλογ. 'π͑οτσάλια [pʰoˈtsaʎa] Αξ. Από το ουσ. αποτσαλιές (θ. αποτσαλ-) και το υποκορ. επίθμ. .
Aποκοσκινίδια σιτηρών ό.π.τ. : Τ’ αποτσάλια το πιλιάρ’ ρίχνουμ’ τα σο χωράφ’ (Τα αποκοσκινίδια της σίκαλης τα ρίχνουμε στο χωράφι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. αποσήδι, αποσινάδι