αποτσάλια
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
αποτσάλια
[apoˈtsaʎa]
Φλογ.
'π͑οτσάλια
[pʰoˈtsaʎa]
Αξ.
Από το ουσ. αποτσαλιές (θ. αποτσαλ-) και το υποκορ. επίθμ. -ι.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024