απόυπνος
(επίθ.)
'πόυπνος
[ˈpoipnos]
Φάρασ.
Από το πρόθμ. από, το ουσ. ύπνος και το παραγωγ. επίθμ. -ος. Πβ. αρχ. ἔξυπνος = ξύπνιος.
1. Μισοξύπνιος, αγουροξυπνημένος
:
Κρού' το θύρι τζαι τσιρά να 'νοίξω· 'κούγω τα τζαι 'γώ 'πόυπνος
(Χτυπάει την πόρτα και φωνάζει ν' ανοίξω· τον ακούω κι εγώ αγουροξυπνημένη)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
2. Υπνοβάτης