ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απόυπνος (επίθ.) 'πόυπνος [ˈpoipnos] Φάρασ. Από το πρόθμ. από, το ουσ. ύπνος και το παραγωγ. επίθμ. -ος. Πβ. αρχ. ἔξυπνος = ξύπνιος.
1. Μισοξύπνιος, αγουροξυπνημένος : Κρού' το θύρι τζαι τσιρά να 'νοίξω· 'κούγω τα τζαι 'γώ 'πόυπνος (Χτυπάει την πόρτα και φωνάζει ν' ανοίξω· τον ακούω κι εγώ αγουροξυπνημένη) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.
2. Υπνοβάτης