ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αποψυχής (επίρρ.) αποψ̑υχής [apopʃiˈçis] Αξ. αποψ̑υχήζ [apopʃiˈçiz] Αξ. αποψ̑υής [apopʃiˈis] Αξ., Μισθ. αποψ̑ής [apoˈpʃis] Μαλακ., Φλογ. αμbοψυχής [ambopsiˈçis] Φάρασ. αbοψ̑ής [aboˈpʃis] Φλογ. 'ποψυσ̑ής [popsiˈʃis] Φάρασ. οψυής [opsiˈis] Μισθ. οψυή [opsiˈi] Μισθ. Από την φρ. από ψυχής. Πβ. ικιτζανού, βλ. και Αναστασιάδης (1976: 301).
Έγκυος ό.π.τ. : Το κορίτσ̑' 'πόμ'νεν αποψ̑υχής (Το κορίτσι έμεινε έγκυος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Η ναίκα σου 'στέρου α 'πομείνει ’ποψυσ̑ής (Η γυναίκα σου κατόπιν θα μείνει έγκυος) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Έτο ναίκα απόψ̑υχήζ 'ναι (Αυτή η γυναίκα είναι έγκυος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ναίκα μ' 'πόμιν οψυής (Η γυναίκα μου έμεινε έγκυος ) Μισθ. -Κοτσαν. Ντα τρία παιτιά είχιν ντα, τσι 'πόμει τσι σου Σταυρούλα αποψυής (Tα τρία παιδιά τα είχε, και έμεινε έγκυος και στην Σταυρούλα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τσ̑όδουν σου Πρόιμου οψυή 'τουν (Ήταν έγκυος στον Πρόδρομο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. 'πόμεν αποψ̑ής (Έμεινε έγγυος) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1425 Συνών. βαρυνίσκω, ικιτζανού