ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αποτραβιέμαι (ρ.) 'ποταυρι-έμαι [potavrˈieme] Φάρασ. 'πετραβιέμαι [petraˈvʝeme] Σινασσ. Αόρ. 'πετραβήθα [petraˈviθa] Σινασσ. Aπό το μεσν. ρ. ἀποταυρίζομαι, με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ιέμαι.
1. Εκτείνω τα μέλη του σώματος από υπνηλία ή από αδιαθεσία, τεντώνομαι Σινασσ. Συνών. γκερντίζω
2. Βαριέμαι Φάρασ. : Μη 'ποταυρι-έσαι, γράπ' τα, 'ς πα δεβεί (Μην το βαριέσαι, γράψε το κι ας πάει στο καλό) Φάρασ. -Ζουρνατζ. Συνών. οκνώ