αποτραβιέμαι
(ρ.)
'ποταυρι-έμαι
[potavrˈieme]
Φάρασ.
'πετραβιέμαι
[petraˈvʝeme]
Σινασσ.
Αόρ.
'πετραβήθα
[petraˈviθa]
Σινασσ.
Aπό το μεσν. ρ. ἀποταυρίζομαι, με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ιέμαι.
2. Βαριέμαι
Φάρασ.
:
Μη 'ποταυρι-έσαι, γράπ' τα, 'ς πα δεβεί
(Μην το βαριέσαι, γράψε το κι ας πάει στο καλό)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
Συνών.
οκνώ