ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεπέκι (ουσ. ουδ.) κ͑επ͑έκι [kʰeˈpʰeci] Τσουχούρ., Φάρασ. κεπέκ' [ceˈpek] Ανακ., Αξ., Δίλ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τροχ., Φάρασ. κεπέτσ̑' [ceˈpetʃ] Μισθ. κα̈πα̈́κι [cæˈpæci] Αφσάρ. κιαπιάτσ' [capˈçats] Μισθ. Aπό το τουρκ. ουσ. kepek = α) πίτουρο β) πιτυρίδα.
1. Πίτουρο ό.π.τ. : Μούχτησε το τσ̑εφάλι σο πιθάρι, έφαγε το κεπέκ' (Έχωσε το κεφάλι στο πιθάρι, έφαγε το πίτουρο) Φάρασ. -Lag. Ξέβη το κεπέκ' του (Bγήκε το πίτουρό του) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280 Του τρώνκαμι (ενν. το ψωμί) ήτουνι 'πο το κεπέκι του τσ̑αι ήτουνι μαύρου (Το ψωμί που τρώγαμε ήταν από πίτουρο, και ήτανε μαύρο) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Ντώσ' σα πράμαδα λίγου κιαπιάτσ' (Δώσε στα ζώα λίγο πίτουρο) Μισθ. -Κοτσαν.
β. Πιτυρίδα Ανακ. : Βγάλλισ̑κεν κεπέκια το κεφάλ' (Έβγαζε πιτυρίδα το κεφάλι ) Ανακ. -Κωστ.Α.
2. Αφρός φαγητού κατά το βράσιμο Φάρασ.