κεπέκι
(ουσ. ουδ.)
κ͑επ͑έκι
[kʰeˈpʰeci]
Τσουχούρ., Φάρασ.
κεπέκ'
[ceˈpek]
Ανακ., Αξ., Δίλ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τροχ., Φάρασ.
κεπέτσ̑'
[ceˈpetʃ]
Μισθ.
κα̈πα̈́κι
[cæˈpæci]
Αφσάρ.
κιαπιάτσ'
[capˈçats]
Μισθ.
Aπό το τουρκ. ουσ. kepek = α) πίτουρο β) πιτυρίδα.
1. Πίτουρο
ό.π.τ.
:
Μούχτησε το τσ̑εφάλι σο πιθάρι, έφαγε το κεπέκ'
(Έχωσε το κεφάλι στο πιθάρι, έφαγε το πίτουρο)
Φάρασ.
-Lag.
Ξέβη το κεπέκ' του
(Bγήκε το πίτουρό του)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Του τρώνκαμι (ενν. το ψωμί) ήτουνι 'πο το κεπέκι του τσ̑αι ήτουνι μαύρου
(Το ψωμί που τρώγαμε ήταν από πίτουρο, και ήτανε μαύρο)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Ντώσ' σα πράμαδα λίγου κιαπιάτσ'
(Δώσε στα ζώα λίγο πίτουρο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
β.
Πιτυρίδα
Ανακ.
:
Βγάλλισ̑κεν κεπέκια το κεφάλ'
(Έβγαζε πιτυρίδα το κεφάλι
)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
2. Αφρός φαγητού κατά το βράσιμο
Φάρασ.