κερατάρης
(επίθ.)
κερατάρ'
[ceraˈtar]
Αξ., Δίλ.
τσερατάρ'
[tseraˈtar]
Μισθ.
Aπό το ουσ. κέρατο, όπου και τύπ. τσ̑έρατου, και το παραγωγ. επίθμ. -άρης.
1. Για αρνιά ή κατσίκια, αυτός που έχει κέρατα
Δίλ., Μισθ.
2. Κερατάς
Αξ.
3. Άνθρωπος ανάποδος, κακότροπος
Μισθ.