κερβαντσής
κ͑ερβαντσ̑ής
[kʰervanˈtʃis]
Φάρασ.
κερβενdζ̑ής
[cervenˈdʒis]
Φάρασ.
κερβαdζής
[cervaˈdzis]
Μισθ.
κερβεdζής
[cerveˈdzis]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kervancı = αρχηγός ή μέλος του καραβανιού, όπου και διαλεκτ. τύπ. kervanci.
Αρχηγός καραβανιού
ό.π.τ.
:
Kερβεdζής σηκώην αψά
(Ο αρχηγός του καραβανιού σηκώθηκε νωρίς)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ηρτε αν κερβενdζ̑ής, είπεν ντι: «'γώ ’χασα σεράνdα καμήλοι»
(Ήρθε ένας αρχηγός καραβανιού, του είπε: «Εγώ έχασα σαράντα καμήλες»)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
κερβάνης