κερεμέτι
(ουσ. ουδ.)
κ͑ερεμέτ͑ι
[kʰereˈmetʰi]
Φάρασ.
καρεμέτ'
[kareˈmet]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. keramet (< αραβ. karāma(t) = α) θαύμα β) γενναιοδωρία γ) αβρότητα, όπου και διαλεκτ. τύπ. keremet.
1. Χάρη, ευεργεσία, πράξη αβροφροσύνης
ό.π.τ.
:
Ετούτα τα λόγια και τα κεραμέτια είναι για να πάρ' το μπαχσίς πιο μεγάλο
(Αυτά τα λόγια και τα χατήρια είναι για να πάρει πιο μεγάλο φιλοδώρημα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
2. Προκοπή
:
|| Παροιμ.
Να ήτουν γκαό νομάτ', χα νά 'σ̑ει σε τόνα κερεμέτι
(Αν ήταν καλός άνθρωπος, θά 'χε δική του προκοπή˙ Λέγεται για ανεπρόκοπους και τεμπέληδες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γκετσίμι, προκοπή, χαΐρι