ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κερεμέτι (ουσ. ουδ.) κ͑ερεμέτ͑ι [kʰereˈmetʰi] Φάρασ. καρεμέτ' [kareˈmet] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. keramet (< αραβ. karāma(t) = α) θαύμα β) γενναιοδωρία γ) αβρότητα, όπου και διαλεκτ. τύπ. keremet.
1. Χάρη, ευεργεσία, πράξη αβροφροσύνης ό.π.τ. : Ετούτα τα λόγια και τα κεραμέτια είναι για να πάρ' το μπαχσίς πιο μεγάλο (Αυτά τα λόγια και τα χατήρια είναι για να πάρει πιο μεγάλο φιλοδώρημα) Σινασσ. -Τακαδόπ.
2. Προκοπή : || Παροιμ. Να ήτουν γκαό νομάτ', χα νά 'σ̑ει σε τόνα κερεμέτι (Αν ήταν καλός άνθρωπος, θά 'χε δική του προκοπή˙ Λέγεται για ανεπρόκοπους και τεμπέληδες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γκετσίμι, προκοπή, χαΐρι