ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κερέ (ουσ. ουδ.) κερέ [ceˈre] Ουλαγ., Ποτάμ., Φερτάκ. Από το τουρκ. ουσ. kerre, kere = φορά.
Φορά ό.π.τ. : Σο τρίτο κερέ τ' (Την τρίτη φορά) Ποτάμ. -Dawk. Μπάζι̂́ κερέ ντο ο̈λΰ χιωρείς ντο όρομά σ' (Μερικές φορές βλέπεις τον νεκρό στο όνειρό σου) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Μπάζι̂ κερέ (τουρκ. φρ. bazı kere˙ κάποτε, παλιά) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. βακίτι :4, βολά :1, σεφέρι, φορά :2