κέρδος
(ουσ. αρσ.)
τζ̑έρντος
[ˈdʒerdos]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. το κέρδος, με μεταπλ. γένους λόγω της κοινής αιτ.
Νίκη
:
Έκωσ' ο τζέρντος αδέ στη μερέ
(Έκλινε η νίκη προς την αποδώ, την δική μας, μεριά)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.