κέρατο
(ουσ. ουδ.)
κέρατο
[ˈcerato]
Αξ., Γούρδ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
τσ̑έρατου
[ˈtʃeratu]
Φάρασ.
τσ̑έραdου
[ˈtʃeradu]
Μισθ.
τσ̑έραδου
[ˈtʃeraðu]
Μισθ., Τσαρικ.
τσ̑έροτο
[ˈtʃeroto]
Φάρασ.
Πληθ.
τσ̑έρατα
[ˈtʃerata]
Φάρασ.
τσ̑έρετα
[ˈtʃereta]
Φάρασ.
Μεσν. ουσ. κέρατο, από το αρχ. ουσ. κέρας μέσω του πληθ. κέρατα. Για την υποχωρητ. αφομ. στον τύπ. εν. τσ̑έροτο βλ. Ανδριώτης (1948: 20-21).
1. Κέρατο
ό.π.τ.
:
Ένα βάλ’ μι τσ̑έραdα
(Ένα βουβάλι με κέρατα)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Βοιού ντου τσ̑έραδου τσ̑ακώχη
(Του βοδιού το κέρατο έσπασε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Με τὄνα μ' το κέρατο να σε φέρω μέλ’ και με τ' άλλο βούτ'ρο
(Με το ένα μου το κέρατο να σου φέρω μέλι και με το άλλο βούτυρο· παραμ.)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Αν φας ένα σ̑ύκα, βγάλεις ένα κέρατο. αν φας δύο, βγάλεις δύο κέρατα
(Αν φας ένα σύκο, θα βγάλεις ένα κέρατο, αν φας δύο, θα βγάλεις δύο κέρατα)
Φλογ.
-Dawk.
Αφτήνκαμε τα τσ̑ερία, κοάνκαμε ντα σου βοϊού τα τσ̑έρετα
(Ανάβαμε τα κεριά, τα κολλάγαμε στα κέρατα του βοδιού)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
|| Παροιμ.
To τσ̑έροτο προμbά τ' ωτί
(Το κέρατο προεξέχει από το αφτί˙ α) οι γεροντότεροι δικαιούνται να μιλούν πρώτοι β) ειρων., οι νεότεροι προσπαθούν να ξεπεράσουν τους παλιούς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
μποϊνούζι
3. Ξυλοκέρατο, χαρούπι
Μισθ., Τροχ., Τσαρικ.
:
Δα τσ̑έραδα λέιξι αχτσ̑ά, ντάκιξις του, ντου μέλ’ αχτσ̑ά τσ̑εζάρτιζι, ξυλοκέραδα που λεν
(Έτσι τα έλεγε, κέρατα, το δάγκωνες, το μέλι έτρεχε έτσι, ξυλοκέρατα που λένε)
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τσ̑έραδα μοιράιξαν σα κάλαντα
(Ξυλοκέρατα μοίραζαν, έδιναν ως φιλοδώρημα, στα κάλαντα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Ξυλιού τσ̑έραδα
(Ξύλου κέρατα˙ ξυλοκέρατα)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
ξυλοκέρατο