ξυλοκέρατο
(ουσ. ουδ.)
σκυλιουκέρατο
[sciʎuˈcerato]
Σινασσ.
σκυλιουκέρατου
[sciʎuˈceratu]
Μαλακ.
Πληθ.
ξυλοκέρατα
[ksiloˈcerata]
Γούρδ., Σίλ.
ξυτσ̑έρατα
[ksi'tʃerata]
Φάρασ.
σκυλιουκέρατα
[sciʎuˈcerata]
Μαλακ.
Από το μεταγν. ουσ. ξυλοκέρατον. Οι τύποι σκυλιου- με μετάθ. του [k] και [s], πιθ. παρετυμολ. προς το σκύλος.