ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξυλοκέρατο (ουσ. ουδ.) σκυλιουκέρατο [sciʎuˈcerato] Σινασσ. σκυλιουκέρατου [sciʎuˈceratu] Μαλακ. Πληθ. ξυλοκέρατα [ksiloˈcerata] Γούρδ., Σίλ. ξυτσ̑έρατα [ksi'tʃerata] Φάρασ. σκυλιουκέρατα [sciʎuˈcerata] Μαλακ. Από το μεταγν. ουσ. ξυλοκέρατον. Οι τύποι σκυλιου- με μετάθ. του [k] και [s], πιθ. παρετυμολ. προς το σκύλος.
Ξυλοκέρατο, κοινώς χαρούπι ό.π.τ. Συνών. κέρατο :3