ξυμυτιανίσκω
(ρ.)
ξ̑υμυτιανίσ̑κω
[kʃimitʝaˈniʃko]
Αξ.
Από το επίθ. ξυμυτός αναλογ. προς άλλα ρηματικούς τύπους σε -ιανίσκω. Για τον συνδυαστικό ρηματικό επίθημα -ιανίσκω, βλ. λ. βραδιάζω, γλυκαίνω, νοτιάζω κ.ά.
Κάνω κάτι μυτερό
Συνών.
ξυμυτίζω :1