ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξυμυτιανίσκω (ρ.) ξ̑υμυτιανίσ̑κω [kʃimitçaˈniʃko] Αξ. Αόρ. ξ̑υμυτιάνα [kʃimiʹtʝana] Αξ. Προστ. ξ̑υμυτιάνε [kʃimiʹtʝane] Αξ. Από το επίθ. ξυμυτός και το επίθμ. -αίνω, αναλογ. προς τα ρ. σε -ίσκω. Για τον μεταπλ. -αίνω > -ιανίσκω βλ. Μαυροχαλυβίδης – Κεσίσογλου (1960: 59) και πβ. γλυκαίνω > γλυκιανίσκου, μικραίνω > μικριανίσκω κ.α. Πβ. γλυκαίνω, μικραίνω, υφαίνω
Κάνω κάτι μυτερό Συνών. ξυμυτίζω
Τροποποιήθηκε: 23/06/2025