ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξώπετσα (επίρρ.) ξώπετζα [ˈksopedza] Σινασσ. ξώπετσ̑α [ˈksopetʃa] Μαλακ. Από το νεότ. επίρρ. ξώπετζα/ξώπετσα (Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 13.2.11 «τὸν ἐκτύπησεν εἰς τὸ στῆθος, ξώπετζα ὅμως καὶ ἄβλαβα», το οπ. από το μεσν. επίθ. νεότ. ἐξώπετσος (Λεξ. Κριαρά) (< επίρρ. ἔξω και θ. ουσ. πέτσα με παραγωγ. επίθμ. -ος)
Επιφανειακά, επιδερμικά ό.π.τ. : || Φρ. Ξένος πόνος ξώπετζα (Ξένος πόνος επιφανειακά˙ Δεν μας επηρεάζουν ψυχικά τα δεινά άλλου ανθρώπου) Σινασσ. -Αρχέλ.