ξώρας
(επίρρ.)
ξώρας
[ˈksoras]
Ανακ., Μαλακ., Σινασσ.
Νεότ. επίρρ. ξώρας (Mackridge 2021: 86), το οπ. από το μεταγν. επίρρ. ἐξώρως, το οπ. από το αρχ. επίθ. ἔξωρος = α) άκαιρος, παράκαιρος, εκτός εποχής β) αργός, καθυστερημένος γ) προχωρημένος σε ηλικία, με [a] αναλογ. προς άλλα χρον. επίρρ. σε -ας όπως το ξώπασκας = μετά το Πάσχα.
1. Αργά
ό.π.τ.
:
Σπέρνιξαμ' ξώρας
(Σπέρναμε σε προχωρημένη περίοδο)
Ανακ.
-Cost.
Ήθελα να σε διώ, μα αδαρά έν' ξώρας, αν έρτεις κιόλας θα μ' εύρεις στο μορμόρ'
(Ήθελα να σε δω, αλλά τώρα πια είναι αργά, αν έρθεις θα με βρεις κιόλας στο μνήμα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
γκετς
2. Αργά την νύχτα
Ανακ.