ξυμυτός
(επίθ.)
ξ̑υμυτό
[kʃimi'to]
Αξ., Τροχ.
ξυμυτό
[ksimi'to]
Φάρασ.
τσ̑ιμυτό
[tʃimi'to]
Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ., Φλογ.
Από το μεσν. επίθ. ὀξύμυτος, όπου και νεότ. τύπ. ’ξύμυτος, με καταβιβασμό του τόνου.
1. Μυτερός
ό.π.τ.
:
Ξ̑υμυτά τέρια
(Μυτερές πέτρες)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
Τσ̑υμυτό μύτα έεις
(Σουβλερή μύτη έχεις)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τσ̑υμυτό λ'τέρ'
(Αιχμηρή πέτρα)
Μισθ.
-ΚΕΕΛ 1425
Συνών.
σιβρί