ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξυμυτός (επίθ.) ξ̑υμυτό [kʃimi'to] Αξ., Τροχ. ξυμυτό [ksimi'to] Φάρασ. τσ̑ιμυτό [tʃimi'to] Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ., Φλογ. Από το μεσν. επίθ. ὀξύμυτος, όπου και νεότ. τύπ. ’ξύμυτος, με καταβιβασμό του τόνου.
1. Μυτερός ό.π.τ. : Ξ̑υμυτά τέρια (Μυτερές πέτρες) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 Τσ̑υμυτό μύτα έεις (Σουβλερή μύτη έχεις) Μισθ. -Κοτσαν. Τσ̑υμυτό λ'τέρ' (Αιχμηρή πέτρα) Μισθ. -ΚΕΕΛ 1425 Συνών. σιβρί
2. Μτφ., αλαζόνας, ψηλομύτης Μαλακ. Συνών. καυχησιάρης, κιμπιρλού :2, μαϊταπτζής
3. Ψηλός Τσαρικ. Συνών. μέγας, ντιρέκι, ουζούνης, ψηλός