ξώστρατα
(επίρρ.)
ξώστρατα
[ˈksostrata]
Σινασσ.
Από το μεσν. επίρρ. ἐξώστρατα = έξω στον δρόμο (Λεξ. Κριαρά).
Έξω στον δρόμο
Τροποποιήθηκε: 11/06/2025