ξύστρο
(ουσ. ουδ.)
ξύστρο
[ˈksistrο]
Γούρδ., Σινασσ., Τροχ., Φερτάκ.
ξ̑ύστρο
[ˈkʃistrο]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Τελμ., Φλογ.
ξ̑ύσ̑τρο
[ˈkʃiʃtrο]
Αξ., Αραβαν.
ξ̑ύστρου
[ˈkʃistru]
Μισθ., Τροχ.
Θηλ.
ξύστρα
[ˈksistra]
Σίλατ.
ξ̑ύστρα
[ˈkʃistra]
Ανακ.
Από το μεταγν. ουσ. ξῦστρον. Ο τύπ. ξύστρα από το αρχ. ουσ. ξύστρα.
1. Σιδερένιο επίμηκες εργαλείο, κυρτό στην μιά του άκρη, με το οπ. καθάριζαν ξύνοντας διάφορες επιφάνειες (π.χ. σκάφες, τοιχώματα φούρνου) ή ξύστριζαν τα ζώα
ό.π.τ.
:
Ξ̑ύνισ̑καν ντου σκεφί μι ντου ξ̑ύστρου
(Έξυναν το σκαφίδι με το ξύστρο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
ζ̑υμαριού ξ̑ύστρο
(Ξύστρο της σκάφης του ζυμώματος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
κασαγού
2. Σιδερένια λάμα στη μία άκρη της βουκέντρας με την οποία έξυναν τα χώματα που κολλούσαν στο αλέτρι
Μισθ.
Συνών.
λαπούτι, τσικλί
3. Σιδερένιο όργανο με το οπ. αναμοχλεύαν την φωτιά στο ταντούρι και έρριχναν επιπλέον καύσιμα
Σίλατ., Σινασσ., Τροχ.
:
Τουνdουριού ξύστρου
(Ξυστρί για το ταντούρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ