ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξύστρο (ουσ. ουδ.) ξύστρο [ˈksistrο] Σινασσ., Τροχ., Φερτάκ. ξ̑ύστρο [ˈkʃistrο] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Τελμ., Φλογ. ξ̑ύσ̑τρο [ˈkʃiʃtrο] Αξ., Αραβαν. ξ̑ύστρου [ˈkʃistru] Μαλακ., Μισθ., Τροχ. Θηλ. ξύστρα [ˈksistra] Σίλατ. ξ̑ύστρα [ˈkʃistra] Ανακ. Από το μεταγν. ουσ. ξῦστρον. Ο τύπ. ξύστρα από το αρχ. ουσ. ξύστρα.
1. Σιδερένιο επίμηκες εργαλείο, κυρτό στην μιά του άκρη για τον καθαρισμό επιφανειών (όπως σκάφες, τοιχώματα φούρνου) με απόξεση ή για ξύστρισμα ζώων ό.π.τ. : Ξ̑ύνισ̑καν ντου σκεφί μι ντου ξ̑ύστρου (Έξυναν το σκαφίδι με το ξύστρο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ζ̑υμαριού ξ̑ύστρο (Ξύστρο της σκάφης του ζυμώματος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. κασαγού
2. Σιδερένια λάμα στην μία άκρη της βουκέντρας με την οποία έξυναν τα χώματα που κολλούσαν στο αλέτρι Μισθ. Συνών. λαπούτι, τσικλί
3. Σιδερένιο εργαλείο για την αναμόχλευση της φωτιάς του ταντουριού Σίλατ., Σινασσ., Τροχ. : Τουνdουριού ξύστρου (Ξυστρί για το ταντούρι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τροποποιήθηκε: 24/06/2025