ξύνω
(ρ.)
ξύω
[ˈksio]
Σινασσ.
ξύνω
[ˈksino]
Γούρδ.
ξύνου
[ˈksinu]
Μισθ.
ξ̑ύνω
[ˈkʃino]
Ανακ., Αραβαν.
β' Εν.
ξας
[ksas]
Τσουχούρ.
Παρατατ.
έξυνα
[ˈeksina]
Γούρδ.
ξ̑ύνισ̑κα
[ˈkʃiniʃka]
Μισθ.
Προστ. Εν.
ξ̑ύσε
[ˈkʃise]
Αξ.
Προστ. Πληθ.
ξ̑ύσετ'
[ˈkʃiset]
Αξ.
Παθ.
ξύνουμαι
[ˈksinume]
Αραβαν., Γούρδ.
ξύζομαι
[ˈksizome]
Σινασσ.
ξ̑έμαι
[ˈkʃeme]
Αξ.
Αόρ.
ξύστα
[ˈksista]
Αραβαν., Γούρδ.
Υποτ.
ξυστώ
[ksiˈsto]
Αραβαν., Φάρασ.
Προστ. Εν.
ξύστ'
[ksist]
Σινασσ.
Από το αρχ. ρ. ξύω. Ο τύπ. ξύνω μεταγν., με μεταπλ. βάσει του θ. του αορ.
Ξύνω και μεσοπαθ. ξύνομαι
ό.π.τ.
:
Ξύνω με τα νύχια μ' το κεφάλι μ'
(Ξύνω με τα νύχια μου το κεφάλι μου)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Ξ̑ύνισ̑καν ντου σκεφί μι ντου ξ̑ύστρου
(Έξυναν το σκαφίδι με το ξύστρο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τσι ξυέσαι ον το φτσειριασμένο;
(Τι ξύνεσαι σαν τον ψειριάρη;)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 404
|| Φρ.
Μη ξύνεις γιαράγια
(Μην ξύνεις πληγές˙ Μην θυμίζεις κάποια παλιά άσχημα γεγονότα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κάθισι τσαί ξάς τον κω σου
(Κάθεσαι και ξύνεις τον κώλο σου ˙ Τεμπελιάζεις)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Παροιμ.
Αν έχεις νύγια, ξ̑ύσε το κεφάλι σ'
(Αν έχεις νύχια, ξύσε το κεφάλι σου˙ Για αυτούς που μάταια περιμένουν βοήθεια από άλλους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έχεις νύχια, ξύστ'
(Έχεις νύχια, ξύσου˙ Για αυτούς που δεν έχουν κανέναν προστάτη και στηρίζονται μόνο στον εαυτό τους)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Να νας̑ νύσ̑ε, 'α ξυστείς· να μη νας̑, 'α σε φαν ντα φτείρε
(Αν έχεις νύχια, θα ξυστείς· αν δεν έχεις, θα σε φάνε οι ψείρες˙ Για εκείνους που δεν έχουν τρόπο να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
κνήθω, σιγιρντώ