ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξύνω (ρ.) ξύω [ˈksio] Σινασσ. ξύνω [ˈksino] Γούρδ., Τροχ. ξύνου [ˈksinu] Μισθ. ξ̑ύνω [ˈkʃino] Ανακ., Αραβαν., Φλογ. β΄ Εν. ξας [ksas] Τσουχούρ. Παρατατ. έξυνα [ˈeksina] Γούρδ. ξ̑ύνισ̑κα [ˈkʃiniʃka] Μισθ. Προστ. Εν. ξ̑ύσε [ˈkʃise] Αξ. Πληθ. ξ̑υσέτ' [kʃiʹset] Αξ. Παθ. ξύνουμαι [ˈksinume] Αραβαν., Γούρδ. ξύζομαι [ˈksizome] Σινασσ. ξ̑έμαι [ˈkʃeme] Αξ. Αόρ. ξύστα [ˈksista] Αραβαν., Γούρδ. Προστ. Εν. ξύστ' [ksist] Σινασσ. Από το αρχ. ρ. ξύω. Ο τύπ. ξύνω μεταγν., με μεταπλ. βάσει του θ. του αορ.
Ξύνω και μεσοπαθ. ξύνομαι ό.π.τ. : Ξύνω με τα νύχια μ' το κεφάλι μ' (Ξύνω με τα νύχια μου το κεφάλι μου) Γούρδ. -Καράμπ. Ξ̑ύνισ̑καν ντου σκεφί μι ντου ξ̑ύστρου (Έξυναν το σκαφίδι με το ξύστρο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Με τα χέρια τ’ όταν ξύν’ τη μύτα τ’ ήτον το νισ̑άν' τ’ να πεθάνει (Όταν ξύνει τη μύτη του με τα χέρια του, ήταν ο οιωνός ότι θα πεθάνει) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Τσι ξυέσαι ον το φτσειριασμένο; (Τι ξύνεσαι σαν τον ψειριάρη;) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 404 Εκείνου δου γαμπάχ' ξύνου δου, ξύνου δου, μάζου λίου αλέυιρ σ̑άνου κιοφτάδις (Εκείνο το κολοκύθι το ξύνω (στον τρίφτη), το ξύνω, βάζω λίγο αλεύρι, φτιάχνω (κολοκυθο)κεφτέδες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Μη ξύνεις γιαράγια (Μην ξύνεις πληγές˙ μη θυμίζεις δυσάρεστα γεγονότα) Μισθ. -Κοτσαν. Κάθισι τσαι ξας τον κω σου (Κάθεσαι και ξύνεις τον κώλο σου˙ τεμπελιάζεις) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Παροιμ. Αν έχεις νύγια, ξ̑ύσε το κεφάλι σ' (Αν έχεις νύχια, ξύσε το κεφάλι σου˙ πρέπει να στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έσ̑εις νύσ̑α, ξύστ' (Έχεις νύχια, ξύσου˙ Για αυτούς που δεν έχουν κανέναν προστάτη και στηρίζονται μόνο στον εαυτό τους) Σινασσ. -Λεύκωμα Να νας̑ νύσ̑ε, 'α ξυστείς· να μη νας̑, 'α σε φαν ντα φτείρε (Αν έχεις νύχια, θα ξυστείς· αν δεν έχεις, θα σε φάνε οι ψείρες˙ για εκείνους που δεν έχουν τρόπο να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κνήθω, σιγιρντώ
Τροποποιήθηκε: 23/06/2025