ξύσμα
(ουσ. ουδ.)
ξ̑ύσμα
[ˈksiʒma]
Μαλακ.
ξύσματα
[ˈksizmata]
Σινασσ.
Από το αρχ. ουσ. ξύσμα.
Τα υπολείμματα της ζύμης
ό.π.τ.