ξύσμα
(ουσ. ουδ.)
ξ̑ύσμα
[ˈksiʒma]
Μαλακ., Ποτάμ.
ξύσματα
[ˈksizmata]
Σινασσ.
Από το αρχ. ουσ. ξύσμα.
Υπολείμματα ζύμης στη σκάφη
ό.π.τ.
:
Του σκάφας το ξύσμα κάνισκάν το πρισφορά μικρό και το ‘τρωγεν καλόγρια
(Με τα ξύσματα που απέμεναν στη σκάφη έφτιαχναν ένα μικρό πρόσφορο, και το έτρωγε η καντηλανάφτισσα)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ326
|| Φρ.
Νε στο σείσμα νε στο ξύσμα
(Ούτε υπολείμματα κόσκινου ούτε υπολείμματα σκάφης˙ για άχρηστους)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Τροποποιήθηκε: 23/06/2025