ξυμυτίζω
(ρ.)
'ξυμυτίζω
[ksimi'tizo]
Φάρασ.
ξυμυτάου
[ksimiˈtau]
Φάρασ.
τσ̑υμ'τώ
[tʃimˈdo]
Φλογ.
τσ̑υμυτιάζω
[tʃimiˈtçazo]
Μαλακ.
Από το επίθ. ξυμυτός και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Ο τύπ. τσ̑υμυτιάζω με το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.