ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξυμυτίζω (ρ.) 'ξυμυτίζω [ksimi'tizo] Φάρασ. ξυμυτάου [ksimiˈtau] Φάρασ. τσ̑υμ'τώ [tʃimˈdo] Φλογ. Από το επίθ. ξυμυτός και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Κάνω κάτι μυτερό Φάρασ. Συνών. ξυμυτιανίσκω
2. Tσιμπώ Φλογ. : Τσύμτα το κορίτσ' (Τσίμπα το κορίτσι) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. κεντώ, τουρτώ