τουρτώ
(ρ.)
τουρτώ
[turˈto]
Σίλ.
Αόρ.
τούρτζησα
[ˈturdzisa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. dürtmek (< παλ. τουρκ. türt-) = κεντρίζω, διαλεκτ. σημ. τσιμπώ (THADS, 4, λ. dürtmek, Tietze 2016, λ. dürt-).
Κεντρίζω, τσιμπώ
:
Τούρτσησι μου αχράπι
(Με δάγκωσε σκορπιός)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
'πώσκαν μας τουρτά αχράπι, κοπανούμ’ ρυό τρεις μπόκασες, σέκνουμ’ τα απάνου
(Όταν μας τσιμπά σκορπιός, κοπανούμε δυο-τρεις κατσαρίδες και τις βάζουμε επάνω)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
κεντώ, ξυμυτίζω :2, τσιμπώ